- φάλαρος
- -α, -ον, και φαλαρός, -ά, -όν, και ιων. τ. φάληρος, -ον, Α(δωρ. τ.)1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.)2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαροςα) όνομα κριούβ) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως ιδρυτής τών Σόλων στην Κύπρο και τής Παρθενόπης στην Ιταλία και ο οποίος πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και την κενταυρομαχία3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Φάληροναττικός δήμος τής Αιαντίδος φυλής, τού οποίου ως ιδρυτής αναφέρεται ο ήρωας Φάληρος και ο οποίος ήταν το παλαιότερο λιμάνι τής Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την εποχή τών Περσικών Πολέμων4. φρ. «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με χιόνι (Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού επίθ. φαλός* «λευκός», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. *φαλᾶ «λάμψη, λευκότητα» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. προς το επίθ. φαλός) με κατάλ. -ρος (πρβλ. σκλη-ρός, ψυχ-ρός)].
Dictionary of Greek. 2013.